λιβανοθήκη

λιβανοθήκη
η (Α λιβανοθήκη)
δοχείο ή κιβώτιο για εναπόθεση λιβανιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιβανοθήκη — η θήκη ή δοχείο όπου τοποθετείται το λιβάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • λιβανωτρίς — λιβανωτρίς, ίδος, ἡ (Α) λιβανοθήκη, θυμιατήρι, λιβανιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού λιβανωτίς, με επίθημα τρίς (πρβλ. ουρη τρίς, υμνη τρίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”